- κρατόδετον
- κρᾱτό-δετον· σφενδόνην δεδεμένην, τὰ γὰρ ἄκρα τῆς σφενδόνης κεφαλὰς ἐκάλουν, Hsch.A s.v. κραστόδετον (incomplete s.v. κρατόδετον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατόδετος — κρατόδετος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που δένεται στο κεφάλι 2. «κρατόδετον σφενδόνην δεδεμένην τὰ γὰρ ἄκρα τῆς σφενδόνης κεφαλὰς ἐκάλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ)) «κεφάλι» + δετός] … Dictionary of Greek